Η Αμυγδαλιά είναι είδος φυτών της οικογένειας των Ροδιδών που πολλές φορές εντάσσεται στο γένος Προύμνη. Το κοινότερο είδος είναι η Προύμνη η γλυκεία (Prunus dulcis) που φύεται σε όλες σχεδόν τις θερμές και ξηρές περιοχές της Παραμεσογειακής ζώνης όπου καλλιεργείται από τα αρχαία χρόνια. Για αυτόν το λόγο ο καθορισμός τού τόπου προέλευσής του είναι πολύ δύσκολος. Είναι δένδρο φυλλοβόλο με ύψος από 4 ως 12 μέτρα, κορμό διαμέτρου μέχρι 30 εκατοστά και φύλλα ελλειψοειδή, λογχοειδή και οδοντωτά.
Καλλιέργεια
Η αμυγδαλιά διαθέτει τεράστια αντοχή στην ξηρασία, ωστόσο υπάρχουν ποικιλίες λιγότερο ή περισσότερο ανθεκτικές (όπως η ποικιλία Ρέτσου). Οι ευνοϊκοί τύποι εδαφών είναι ανάλογοι με το είδος του υποκειμένου επάνω στο οποίο εμβολιάζεται η Αμυγδαλιά. Γενικά όμως η αμυγδαλιά κάνει σχεδόν σε όλα τα είδη εδαφών , ακόμη και σε πετρώδη και με μεγάλη κλίση εδάφη.
Οι ιδανικότερες κλιματολογικές συνθήκες για την καλλιέργεια της αμυγδαλιάς είναι οι μεσογειακές με τις ακόλουθες ιδιομορφίες: σύντομο φθινόπωρο, βροχερός και ψυχρός χειμώνας χωρίς ιδιαίτερα χαμηλές θερομοκρασίες, άνοιξη που διαδέχεται άμεσα το χειμώνα, χωρίς παγετούς από την στιγμή που θα φουσκώσουν τα μάτια, ζεστό και άνυδρο καλοκαίρι και φθινόπωρο χωρίς βροχές.
Πολλαπλασιασμός
Η αμυγδαλιά πολλαπλασιάζεται κυρίως με ενοφθαλμισμό με όρθιο Τ πάνω σε υποκείμενα σπορόφυτα ή κλώνους ηλικίας 1-2 ετών, αν και μερικές φορές χρησιμοποιείται ο εγκεντρισμός (σχιστός ή υπόφλοιος στεφανίτης) συνήθως σε δέντρα μεγάλης ηλικίας. Ο ενοφθαλμισμός μπορεί να γίνει νωρίς την άνοιξη μόλις αρχίσει να αποκολλάται εύκολα ο φλοιός του υποκειμένου με κοιμώμενο οφθαλμό από εμβολιοφόρους βλαστούς, που κόπηκαν έγκαιρα και διατηρήθηκαν κατάλληλα συσκευασμένοι σε θερμοκρασία 3-4oC. Σαν πιο κατάλληλη εποχή θεωρείται το καλοκαίρι (μέσα Ιουλίου) και το φθινόπωρο (αρχές Σεεπτεμβρίου) με ευνοϊκές κλιματικές συνθήκες, περίοδοι που εξασφαλίζουν και κατάλληλα εμβόλια[2].
Επεξεργασία
Ο καρπός της αμυγδαλιάς, πρώτα συλλέγεται από το δένδρο με το κατάλληλο τίναγμα (πλέον από εξειδικευμένα μηχανήματα) μετά αποξηραίνεται στον ήλιο συνήθως για δέκα ημέρες, στη συνέχεια αποφλοιώνεται, και οδηγείται στους σπαστήρες για αποκελύφωση. Η παραγόμενη αμυγδαλόψιχα είτε καταναλώνεται ωμή είτε ψημένη ή καραμελωμένη. Μπορεί επίσης να κοπεί σε κύβους ή και να λευκανθεί.
Άνθη
Τα άνθη είναι λευκά ή ροζ, εκπτύσσονται πριν από τα φύλλα και είναι μονήρη ή ανά δύο. Ο κάλυκας και η στεφάνη είναι πενταμερή. Οι στήμονες 15-30 και η ωοθήκη μεσοφυής. Η ωοθήκη περιέχει δυο σπερματικές βλάστες που αναπτύσσονται ανάλογα με την ποικιλία, πότε η μία, πότε και οι δύο, και τα αμύγδαλα λέγονται τότε μονά ή διπλά. Χάρη στην πρωιμότητα της άνθησης, την πυκνότητα των λουλουδιών επάνω στους κλάδους, που δεν κρύβονται από τα φύλλα και τη λευκότητα των πετάλων της, η αμυγδαλιά θεωρείται ως ένα αξιόλογο καλλωπιστικό δένδρο. Οι καλλιεργούμενες ποικιλίες αμυγδαλιάς είναι αυτόστειρες (δεν αυτογονιμοποιούνται) και μερικές είναι μεταξύ τους ασυμβίβαστες (δεν αλληλογονιμοποιούνται), έτσι ένα σοβαρό πρόβλημα για τον καλλιεργητή είναι η επικονίαση της αμυγδαλιάς που βασίζεται στα έντομα και ιδιαίτερα στις μέλισσες.
Καρποί και χρήσεις
Ο καρπός της αμυγδαλιάς κατατάσσεται στα ακρόδρυα, παρόλο που είναι μια χνουδωτή δρύπη που συγκομίζεται μετά την υπερωρίμανση. Το περικάρπιο διακόπτει τη διόγκωσή του μετά την ξυλοποίηση του ενδοκαρπίου. Στη συνέχεια χάνει την υγρασία του, ξεκολλάει από το ενδοκάρπιο και σκίζεται κατά μήκος της ραφής του καρπόφυλλου. Στο εσωτερικό υπάρχει ο πυρήνας ο οποίος αποτελείται από ένα ή δύο σπέρματα, τα οποία είναι τα αμύγδαλα ή αμυγδαλόψιχα.[1]
Λόγω της φυσικής επιλογής η συντριπτική πλειονότητα των αμυγδάλων των αγριαμυγδαλιών στο παρελθόν είχε πολύ πικρή γεύση, ώστε να αποφεύγεται το τσιμπολόγημα τους από τα πουλιά (δεν αποτελούσε συνειδητή επιλογή, απλώς τα πικρά αμύγδαλα αποκτούσαν με αυτόν τον τρόπο απογόνους). Η ανθρώπινη παρέμβαση μέσω της τεχνητής επιλογής επέλεξε τους ελάχιστους άπικρους καρπούς και τους καλλιέργησε συστηματικά, έτσι σήμερα έχουμε πολλούς άπικρους καρπούς και ελάχιστους πικρούς.[3] Τα αμύγδαλα περιέχουν υψηλό ποσοστό πρωτεΐνης (21%), σιδήρου, ασβεστίου, φωσφόρου, και βιταμινών Β. Τα αμύγδαλα περιέχουν υψηλό ποσοστό λίπους (κοντά στο 50%), με πολλά μονοακόρεστα (39%) και λίγα κορεσμένα (3,7%).[4]
Το ξύλο της αμυγδαλιάς χρησιμοποιείται κυρίως για ξυλολεπτουργικές εργασίες και για την παραγωγή στομίων του μουσικού οργάνου Γκάιντα.